- βριμώμαι
- βριμώμαι (-άομαι) και βριμούμαι (-όομαι) (Α) [βρίμη]βράζω από οργή ή αγανάκτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βριμῶμαι — βρῑμῶμαι , βριμάομαι snort with anger pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) βρῑμῶμαι , βριμάομαι snort with anger pres ind mp 1st sg βρῑμῶμαι , βριμάομαι snort with anger pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) βρῑμῶμαι , βριμάομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβριμώμαι — καταβριμῶμαι, άομαι (Α) οργίζομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βριμῶμαι «βράζω από οργή»] … Dictionary of Greek
φριμάσσομαι — ΝΜΑ, και αττ. τ. φριμάττομαι Α (λόγιος τ.) (για άλογα αλλά και για άλλα ζώα) φριμάζω αρχ. σκιρτώ από λαγνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. ενεστ. (πρβλ. τα συγγενή σημασιολογικός φρυάσσομαι, βριμῶμαι «βράζω από οργή ή αγανάκτηση, βλ. λ. βρίμη),… … Dictionary of Greek